- πότορθρος
- πότορθρος, [dialect] Dor. for πρόσορθρος (q. v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πότορθρος — ον, Α (δωρ. τ.) 1. πρόσορθος* 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ πότορθρον κατά τη χαραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὄρθρος) … Dictionary of Greek